ψήγμα

ψήγμα
τό
1) (чаще πλ. ) мелкие частички металла; металлическая стружка; ψήγματα χρυσού крупинки золота; 2) золотоносный песок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ψήγμα" в других словарях:

  • ψῆγμα — that which is rubbed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψήγμα — το / ψῆγμα, ήγματος, ΝΜΑ [ψήχω] μικρό κομμάτι μετάλλου ή άλλου υλικού που προήλθε από απόξεση ή τριβή, τρίμμα, ρίνισμα, κόκκος (α. «ψήγματα σιδήρου» β. «ἐκ τῆς ἰλύος ψῆγμα ἀναφέρουσι χρυσοῡ», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. (μεταλλ.) μικρή, συνήθως, άμορφη… …   Dictionary of Greek

  • ψήγμα — το, ατος 1. απόξεσμα, ρίνισμα, απότριμμα. 2. ο πληθ., ψήγματα σημαίνει πολύ λεπτά κομμάτια μετάλλου: Βρήκαν ψήγματα χρυσού στην περιοχή αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψῆγμ' — ψῆγμα , ψῆγμα that which is rubbed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψηγμάτων — ψῆγμα that which is rubbed neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψήγμασι — ψῆγμα that which is rubbed neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψήγμασιν — ψῆγμα that which is rubbed neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψήγματα — ψῆγμα that which is rubbed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψήγματι — ψῆγμα that which is rubbed neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψήγματος — ψῆγμα that which is rubbed neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψέαγμα — Α πιθ. (σε πάπ.) «τὸ ἀποτριβόμενον», το ψήγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αντί τού τ. ψῆγμα] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»